- καλλιπάτωρ
- καλλιπάτωρ, -ορος, ὁ (AM)μσν.(για Πατέρες τής Εκκλησίας) ένδοξος, σεπτός Πατέραςαρχ.αυτός που έχει ένδοξο πατέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. κοινο-πάτωρ, μεγιστο-πάτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.